- ἀστεροφεγγής
- ἀστεροφεγγήςshining with starsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστεροφεγγής — ἀστεροφεγγής, ές (Α) αυτός που καταυγάζεται από το φως των άστρων … Dictionary of Greek
ἀστεροφεγγῆ — ἀστεροφεγγής shining with stars neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀστεροφεγγής shining with stars masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀστεροφεγγής shining with stars masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεροφεγγές — ἀστεροφεγγής shining with stars masc/fem voc sg ἀστεροφεγγής shining with stars neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… … Dictionary of Greek
ἀστεροφεγγέι — ἀστεροφεγγέϊ , ἀστεροφεγγής shining with stars dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)